Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαβητολογικός η διαβητολογική το διαβητολογικό
      γενική του διαβητολογικού της διαβητολογικής του διαβητολογικού
    αιτιατική τον διαβητολογικό τη διαβητολογική το διαβητολογικό
     κλητική διαβητολογικέ διαβητολογική διαβητολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαβητολογικοί οι διαβητολογικές τα διαβητολογικά
      γενική των διαβητολογικών των διαβητολογικών των διαβητολογικών
    αιτιατική τους διαβητολογικούς τις διαβητολογικές τα διαβητολογικά
     κλητική διαβητολογικοί διαβητολογικές διαβητολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαβητολογικός < διαβητολόγος / διαβητολογία + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

διαβητολογικός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία