διαβητολόγος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διαβητολόγος < διαβήτ(ης) + -ο- + -λόγος. Δείτε και διαβητολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
διαβητολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- (ιατρική, επάγγελμα) ιατρός που έχει ειδικευτεί στη διαβητολογία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
διαβητολόγος