δημωνύμιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δημωνύμιο | τα | δημωνύμια |
γενική | του | δημωνύμιου & δημωνυμίου |
των | δημωνύμιων & δημωνυμίων |
αιτιατική | το | δημωνύμιο | τα | δημωνύμια |
κλητική | δημωνύμιο | δημωνύμια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δημωνύμιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική demonym < αρχαία ελληνική δῆμος + -ωνύμιο (ὄνομα)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδημωνύμιο ουδέτερο
- (σπάνιο) (νεολογισμός) κύριο όνομα που δηλώνει τον συγκεκριμένο τόπο κατοικίας ή καταγωγής (πόλη, δήμο, περιοχή)
- η λέξη «Χιώτης» είναι δημωνύμιο, ενώ η λέξη «Έλληνας» είναι εθνωνυμικό
Δείτε επίσης
επεξεργασία- δημωνύμιο στη Βικιπαίδεια