Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δημοπρατημένος η δημοπρατημένη το δημοπρατημένο
      γενική του δημοπρατημένου της δημοπρατημένης του δημοπρατημένου
    αιτιατική τον δημοπρατημένο τη δημοπρατημένη το δημοπρατημένο
     κλητική δημοπρατημένε δημοπρατημένη δημοπρατημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δημοπρατημένοι οι δημοπρατημένες τα δημοπρατημένα
      γενική των δημοπρατημένων των δημοπρατημένων των δημοπρατημένων
    αιτιατική τους δημοπρατημένους τις δημοπρατημένες τα δημοπρατημένα
     κλητική δημοπρατημένοι δημοπρατημένες δημοπρατημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

δημοπρατημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου δημοπρατώ

  Μετοχή επεξεργασία

δημοπρατημένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία