δημοπρατημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δημοπρατημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου δημοπρατώ
Μετοχή
επεξεργασίαδημοπρατημένος, -η, -ο
- που έχει δημοπρατηθεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία δημοπρατημένος
|
δημοπρατημένος, -η, -ο
|