Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
δεχόμενος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
δεχόμεν
ος
η
δεχόμεν
η
το
δεχόμεν
ο
γενική
του
δεχόμεν
ου
της
δεχόμεν
ης
του
δεχόμεν
ου
αιτιατική
τον
δεχόμεν
ο
τη
δεχόμεν
η
το
δεχόμεν
ο
κλητική
δεχόμεν
ε
δεχόμεν
η
δεχόμεν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
δεχόμεν
οι
οι
δεχόμεν
ες
τα
δεχόμεν
α
γενική
των
δεχόμεν
ων
των
δεχόμεν
ων
των
δεχόμεν
ων
αιτιατική
τους
δεχόμεν
ους
τις
δεχόμεν
ες
τα
δεχόμεν
α
κλητική
δεχόμεν
οι
δεχόμεν
ες
δεχόμεν
α
ομάδα 'εισαγόμενος'
,
Κατηγορία
όπως «
εισαγόμενος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
δεχόμενος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
ενεστώτα
του ρήματος
δέχομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
δεχόμενος