Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
δευτερωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
δευτερωμέν
ος
η
δευτερωμέν
η
το
δευτερωμέν
ο
γενική
του
δευτερωμέν
ου
της
δευτερωμέν
ης
του
δευτερωμέν
ου
αιτιατική
τον
δευτερωμέν
ο
τη
δευτερωμέν
η
το
δευτερωμέν
ο
κλητική
δευτερωμέν
ε
δευτερωμέν
η
δευτερωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
δευτερωμέν
οι
οι
δευτερωμέν
ες
τα
δευτερωμέν
α
γενική
των
δευτερωμέν
ων
των
δευτερωμέν
ων
των
δευτερωμέν
ων
αιτιατική
τους
δευτερωμέν
ους
τις
δευτερωμέν
ες
τα
δευτερωμέν
α
κλητική
δευτερωμέν
οι
δευτερωμέν
ες
δευτερωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
δευτερωμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
δευτερώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
δευτερωμένος