Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δευτερωμένος η δευτερωμένη το δευτερωμένο
      γενική του δευτερωμένου της δευτερωμένης του δευτερωμένου
    αιτιατική τον δευτερωμένο τη δευτερωμένη το δευτερωμένο
     κλητική δευτερωμένε δευτερωμένη δευτερωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δευτερωμένοι οι δευτερωμένες τα δευτερωμένα
      γενική των δευτερωμένων των δευτερωμένων των δευτερωμένων
    αιτιατική τους δευτερωμένους τις δευτερωμένες τα δευτερωμένα
     κλητική δευτερωμένοι δευτερωμένες δευτερωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

δευτερωμένος, -η, -ο




  Μεταφράσεις επεξεργασία