δευτερωμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαδευτερωμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του δευτερωμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του δευτερωμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του δευτερωμένος