δανδισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαδανδισμός αρσενικό
- η ιδιότητα ή η συμπεριφορά του δανδή, όρος που χρησιμοποιείται για να δηλώσει την συμπεριφορά του ατόμου εκείνου με επιτηδευμένο ντύσιμο και προσποιητούς αριστοκρατικούς τρόπους
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη δανδής