• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

δίκοχο

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : δίκογχο, δίκογχος

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Δείτε επίσης
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δίκοχο τα δίκοχα
      γενική του δίκοχου των δίκοχων
    αιτιατική το δίκοχο τα δίκοχα
     κλητική δίκοχο δίκοχα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
δίκοχο σε σκίτσο

Ετυμολογία

επεξεργασία
δίκοχο < δι- + κόχη + -ο

Ουσιαστικό

επεξεργασία

δίκοχο ουδέτερο

  1. (στρατιωτικός όρος, ενδυμασία) καπέλο στρατιωτικού χωρίς γείσο, με μυτερές προεξοχές
  2. (στρατιωτικός όρος) (αργκό) τυρόπιτα

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • πηλίκιο

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    δίκοχο
  • αγγλικά : bicorne (en)
  • γαλλικά : calot (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=δίκοχο&oldid=7005448"
Τελευταία επεξεργασία στις 12 Ιανουαρίου 2025, στις 21:48

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 12 Ιανουαρίου 2025, στις 21:48. Page was rendered with Parsoid.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας