ενικός         πληθυντικός  
calot calots

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

calot (fr) αρσενικό

  1. το δίκοχο
  2. μεγάλη μπίλια
  3. (λαϊκότροπο και παρωχημένο) το μάτι