Άνοιγμα κυρίου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Είσοδος
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
calot
Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
Επεξεργασία
Ουσιαστικό
Επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
calot
calots
calot
(fr)
αρσενικό
το
δίκωχο
μεγάλη
μπίλια
(
λαϊκότροπο
) και (
παρωχημένο
) το
μάτι