γυφτιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γυφτιά | οι | γυφτιές |
γενική | της | γυφτιάς | των | γυφτιών |
αιτιατική | τη | γυφτιά | τις | γυφτιές |
κλητική | γυφτιά | γυφτιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαγυφτιά θηλυκό
- η απουσία αξιοπρέπειας και η μικροπρεπής πράξη
- (μεταφορικά) μικρότητα, ανηθικότητα για ασήμαντη αιτία / όφελος
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία γυφτιά
|