κατσιβελιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κατσιβελιά | οι | κατσιβελιές |
γενική | της | κατσιβελιάς | των | κατσιβελιών |
αιτιατική | την | κατσιβελιά | τις | κατσιβελιές |
κλητική | κατσιβελιά | κατσιβελιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κατσιβελιά < κατσίβελος + -ιά
Ουσιαστικό
επεξεργασίακατσιβελιά θηλυκό
- η ιδιότητα, η συμπεριφορά ή τα γνωρίσματα που αρμόζουν σε κατσίβελο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κατσιβελιά
|