γρανιτσιώτικος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γρανιτσιώτικος < Γρανιτσιώτ(ης) + -ικος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɣɾa.niˈt͡sço.ti.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γρα‐νι‐τσιώ‐τι‐κος
Επίθετο επεξεργασία
γρανιτσιώτικος, -η, -ο
- ο σχετικός με τη Γρανίτσα ή τους κατοίκους της
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
γρανιτσιώτικος
|