Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɣɾaˈni.t͡sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Γρα‐νί‐τσα

  Ετυμολογία 1

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Γρανίτσα
      γενική της Γρανίτσας
    αιτιατική τη Γρανίτσα
     κλητική Γρανίτσα
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Γρανίτσα < σλαβικής προέλευσης граница (granica, σύνορο)[1]

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Γρανίτσα θηλυκό, μόνο στον ενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Στάθης Ασημάκης, Τοπωνύμια -οβα, -οβο, -ιστα, -ιτσα, Αθήνα, 2021

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
Γρανίτσα < γενική ενικού του αρσενικού Γρανίτσας

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Γρανίτσα θηλυκό άκλιτο

Μεταγραφές

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος

επεξεργασία

Γρανίτσα αρσενικό