Γρανιτσιώτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɣɾa.niˈtsço.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Γρα‐νι‐τσιώ‐της
Ετυμολογία 1
επεξεργασία- Γρανιτσιώτης < Γρανίτσ(α) + -ιώτης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΓρανιτσιώτης αρσενικό (θηλυκό Γρανιτσιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που είναι κάτοικος οικισμού με το όνομα Γρανίτσα
Συγγενικά
επεξεργασία- Γρανίτσα
- γρανιτσιώτικος
- Γρανιτσιώτης (επώνυμο)
Μεταφράσεις
επεξεργασία Γρανιτσιώτης
|
Ετυμολογία 2
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Γρανιτσιώτης | οι | Γρανιτσιώτηδες |
γενική | του | Γρανιτσιώτη* | των | Γρανιτσιώτηδων |
αιτιατική | τον | Γρανιτσιώτη | τους | Γρανιτσιώτηδες |
κλητική | Γρανιτσιώτη | Γρανιτσιώτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Γρανιτσιώτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Γρανιτσιώτης < πατριδωνυμικό Γρανιτσιώτης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΓρανιτσιώτης αρσενικό (θηλυκό Γρανιτσιώτη ή Γρανιτσιώτου)