γουρουνομούρης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | γουρουνομούρης | η | γουρουνομούρα | το | γουρουνομούρικο |
γενική | του | γουρουνομούρη | της | γουρουνομούρας | του | γουρουνομούρικου |
αιτιατική | τον | γουρουνομούρη | τη | γουρουνομούρα | το | γουρουνομούρικο |
κλητική | γουρουνομούρη | γουρουνομούρα | γουρουνομούρικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | γουρουνομούρηδες | οι | γουρουνομούρες | τα | γουρουνομούρικα |
γενική | των | γουρουνομούρηδων | — | των | γουρουνομούρικων | |
αιτιατική | τους | γουρουνομούρηδες | τις | γουρουνομούρες | τα | γουρουνομούρικα |
κλητική | γουρουνομούρηδες | γουρουνομούρες | γουρουνομούρικα | |||
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγουρουνομούρης, -α, -ικο
- που έχει μούρη που μοιάζει με αυτή του γουρουνιού