πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γουρουνοειδής η γουρουνοειδής το γουρουνοειδές
      γενική του γουρουνοειδούς* της γουρουνοειδούς του γουρουνοειδούς
    αιτιατική τον γουρουνοειδή τη γουρουνοειδή το γουρουνοειδές
     κλητική γουρουνοειδή(ς) γουρουνοειδής γουρουνοειδές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γουρουνοειδείς οι γουρουνοειδείς τα γουρουνοειδή
      γενική των γουρουνοειδών των γουρουνοειδών των γουρουνοειδών
    αιτιατική τους γουρουνοειδείς τις γουρουνοειδείς τα γουρουνοειδή
     κλητική γουρουνοειδείς γουρουνοειδείς γουρουνοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
γουρουνοειδής < γουρούνι + -ειδής

γουρουνοειδής, -ης, -ες

  1. αυτός που μοιάζει με γουρούνι
  2. αυτός που συμπεριφέρεται όπως το γουρούνι

Συνώνυμα

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία