↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γλυκύμορφος η γλυκύμορφη το γλυκύμορφο
      γενική του γλυκύμορφου της γλυκύμορφης του γλυκύμορφου
    αιτιατική τον γλυκύμορφο τη γλυκύμορφη το γλυκύμορφο
     κλητική γλυκύμορφε γλυκύμορφη γλυκύμορφο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γλυκύμορφοι οι γλυκύμορφες τα γλυκύμορφα
      γενική των γλυκύμορφων των γλυκύμορφων των γλυκύμορφων
    αιτιατική τους γλυκύμορφους τις γλυκύμορφες τα γλυκύμορφα
     κλητική γλυκύμορφοι γλυκύμορφες γλυκύμορφα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Προφορά

επεξεργασία

/?/

  Ετυμολογία el

επεξεργασία

γλυκύμορφος (el), -η, -ο < γλυκύς + -μορφος ( < μορφή )

  Επίθετο

επεξεργασία

γλυκύμορφος (el), -η, -ο

  • που έχει όμορφα-αρμονικά χαρακτηριστικά, καλόσχημος

Συνώνυμα

επεξεργασία