γλυκύμορφος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΆλλες μορφές
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία/?/
Ετυμολογία el
επεξεργασίαγλυκύμορφος (el), -η, -ο < γλυκύς + -μορφος ( < μορφή )
Επίθετο
επεξεργασίαγλυκύμορφος (el), -η, -ο
- που έχει όμορφα-αρμονικά χαρακτηριστικά, καλόσχημος