γλυκύλαλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γλυκύλαλος < (ελληνιστική κοινή) γλυκύλαλος < γλυκύς + λάλος
Επίθετο
επεξεργασίαγλυκύλαλος, -η, -ο
- άλλη μορφή του γλυκόλαλος
Μεταφράσεις
επεξεργασία γλυκύλαλος
|
γλυκύλαλος, -η, -ο
|