γκρόσσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γκρόσσα | οι | γκρόσσες |
γενική | της | γκρόσσας | των | γκροσσών |
αιτιατική | την | γκρόσσα | τις | γκρόσσες |
κλητική | γκρόσσα | γκρόσσες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γκρόσσα < (άμεσο δάνειο) ιταλική grossa, θηλυκό του grosso < μεσαιωνική λατινική grossus
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγκρόσσα θηλυκό