Δείτε επίσης: Gorgonzola
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γκοργκοντζόλα οι γκοργκοντζόλες
      γενική της γκοργκοντζόλας
    αιτιατική την γκοργκοντζόλα τις γκοργκοντζόλες
     κλητική γκοργκοντζόλα γκοργκοντζόλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γκοργκοντζόλα < (άμεσο δάνειο) ιταλική gorgonzola < Gorgonzola (πόλη της Λομβαρδίας)[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /goɾ.gonˈd͡zo.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γκορ‐γκον‐τζό‐λα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
 
Τυρί γκοργκοντζόλα δίπλα σε ένα αχλάδι

γκοργκοντζόλα θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)