Λομβαρδία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- Λομβαρδία < γενική ενικού του αρσενικού Λομβαρδίας
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Λομβαρδία θηλυκό (αρσενικό Λομβαρδίας)
Λομβαρδία θηλυκό (αρσενικό Λομβαρδίας)