↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγελαδινός η αγελαδινή το αγελαδινό
      γενική του αγελαδινού της αγελαδινής του αγελαδινού
    αιτιατική τον αγελαδινό την αγελαδινή το αγελαδινό
     κλητική αγελαδινέ αγελαδινή αγελαδινό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγελαδινοί οι αγελαδινές τα αγελαδινά
      γενική των αγελαδινών των αγελαδινών των αγελαδινών
    αιτιατική τους αγελαδινούς τις αγελαδινές τα αγελαδινά
     κλητική αγελαδινοί αγελαδινές αγελαδινά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αγελαδινός < αγελάδ(α) + -ινός

  Επίθετο

επεξεργασία

αγελαδινός, -ή, -ό

  1. που προέρχεται από αγελάδα
    αγελαδινό γάλα
  2. που σχετίζεται με αγελάδα
    αγελαδινό βλέμμα

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία