Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γελαδινός η γελαδινή το γελαδινό
      γενική του γελαδινού της γελαδινής του γελαδινού
    αιτιατική τον γελαδινό τη γελαδινή το γελαδινό
     κλητική γελαδινέ γελαδινή γελαδινό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γελαδινοί οι γελαδινές τα γελαδινά
      γενική των γελαδινών των γελαδινών των γελαδινών
    αιτιατική τους γελαδινούς τις γελαδινές τα γελαδινά
     κλητική γελαδινοί γελαδινές γελαδινά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

γελαδινός < γελάδ(α) + -ινός

  Επίθετο επεξεργασία

γελαδινός, -ή, -ό

Άλλες μορφές επεξεργασία