πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γκαρσονιέρα οι γκαρσονιέρες
      γενική της γκαρσονιέρας
    αιτιατική την γκαρσονιέρα τις γκαρσονιέρες
     κλητική γκαρσονιέρα γκαρσονιέρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
γκαρσονιέρα < (λόγιο δάνειο) γαλλική garçonnière (θηλυκό του garçonnier: αγορίστικος) + κατάληξη θηλυκού [1] με -ière (-ιέρα)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

γκαρσονιέρα θηλυκό

  • διαμέρισμα με ένα μικρό δωμάτιο
      Έδινε την εικόνα του καλού οικογενειάρχη, αλλά είχε και μια γκαρσονιέρα στο κέντρο όπου συναντούσε τις φιλενάδες του.

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

 δείτε και τη λέξη στούντιο

Αναφορές

επεξεργασία