Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

efficiency (en)

  1. η αποτελεσματικότητα
  2. η απόδοση, αποδοτικότητα μιας συσκευής
  3. η γκαρσονιέρα, διαμέρισμα ενός δωματίου