γκανιότα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γκανιότα | οι | γκανιότες |
γενική | της | γκανιότας | — | |
αιτιατική | την | γκανιότα | τις | γκανιότες |
κλητική | γκανιότα | γκανιότες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- γκανιότα < (λόγιο δάνειο) γαλλική cagnotte[1] < οξιτανική cagnoto / canhòta < δημώδης λατινική *cania < λατινική canis (σκύλος)
Ουσιαστικό επεξεργασία
γκανιότα θηλυκό
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
- ↑ γκανιότα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας