Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γκανιότα οι γκανιότες
      γενική της γκανιότας
    αιτιατική την γκανιότα τις γκανιότες
     κλητική γκανιότα γκανιότες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γκανιότα < (λόγιο δάνειο) γαλλική cagnotte[1] < οξιτανική cagnoto / canhòta < δημώδης λατινική *cania < λατινική canis (σκύλος)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γκανιότα θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία