γκανγκστερικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γκανγκστερικός < γκάνγκστερ
Επίθετο
επεξεργασίαγκανγκστερικός
- που έχει σχέση με παράνομες δραστηριότηες του περασμένου αιώνα στις ΗΠΑ
- που έγινε με τρόπο βίαιο, συνωμοτικό, παράνομο, που παραπέμπει σε δραsτηριότητα γκάνγκστερ
- παλιότερος αλλά εν μέρει και σημερινός χαρακτηρισμός αστυνομικής ταινίας ή ρόλου συναφούς με του γκάνγκστερ
Μεταφράσεις
επεξεργασία γκανγκστερικός