Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γκάνγκστερ
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
γκάνγκστερ
<
αγγλική
gangster
Ουσιαστικό
επεξεργασία
γκάνγκστερ
αρσενικό
άκλιτο
αυτός που ανήκει σε μια
συμμορία
, σε μια ομάδα του οργανωμένου εγκλήματος
αδίστακτος ένοπλος
εγκληματίας
Συγγενικά
επεξεργασία
γκανγκστερικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γκάνγκστερ
αγγλικά
:
gangster
(en)