Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γκέισα οι γκέισες
      γενική της γκέισας των γκεισών
    αιτιατική την γκέισα τις γκέισες
     κλητική γκέισα γκέισες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γκέισα < (άμεσο δάνειο) αγγλική geisha < ιαπωνική 芸者 (geisha) (=τέχνες του θεάματος, =άνθρωπος)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈɟei̯.sa/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γκέισα θηλυκό

  • (επάγγελμα) Γιαπωνέζα, ειδικά εκπαιδευμένη στην παραδοσιακή τελετουργία του τσαγιού, το τραγούδι και τον χορό, που κρατάει συντροφιά σε άντρες και τους διασκεδάζει, δεν είναι όμως ιερόδουλος

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία