γιούκος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | γιούκος | οι | γιούκοι |
γενική | του | γιούκου | των | γιούκων |
αιτιατική | τον | γιούκο | τους | γιούκους |
κλητική | γιούκε | γιούκοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈʝu.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γιού‐κος
Ετυμολογία 1
επεξεργασία- γιούκος < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική یوك (τουρκική yük) < πρωτοτουρκική *yük- (φορτώνω, μεταφέρω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγιούκος αρσενικό
- (λαϊκότροπο) στοίβα με στρωσίδια [1]
Μεταφράσεις
επεξεργασία λαϊκότροπη λέξη για στίβα με στρώματα
|
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- γιούκος < (άμεσο δάνειο) τουρκική oyuk (σκαμμένος, κοίλος) [2] του ρήματος oymak < πρωτοτουρκική *ōy-- (φορτώνω, μεταφέρω) [3]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγιούκος αρσενικό
- (λαϊκότροπο, παρωχημένο) κοίλωμα σε τοίχο όπου τοποθετούνται τα στρωσίδια [4]
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ γιούκος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ {{enWIKT|oymak#Etymology_2|oymak#Etymology 2
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)