Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γιαουρτωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
γιαουρτωμέν
ος
η
γιαουρτωμέν
η
το
γιαουρτωμέν
ο
γενική
του
γιαουρτωμέν
ου
της
γιαουρτωμέν
ης
του
γιαουρτωμέν
ου
αιτιατική
τον
γιαουρτωμέν
ο
τη
γιαουρτωμέν
η
το
γιαουρτωμέν
ο
κλητική
γιαουρτωμέν
ε
γιαουρτωμέν
η
γιαουρτωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
γιαουρτωμέν
οι
οι
γιαουρτωμέν
ες
τα
γιαουρτωμέν
α
γενική
των
γιαουρτωμέν
ων
των
γιαουρτωμέν
ων
των
γιαουρτωμέν
ων
αιτιατική
τους
γιαουρτωμέν
ους
τις
γιαουρτωμέν
ες
τα
γιαουρτωμέν
α
κλητική
γιαουρτωμέν
οι
γιαουρτωμέν
ες
γιαουρτωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
γιαουρτωμένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
γιαουρτώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γιαουρτωμένος