Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γιαουρτωμένος η γιαουρτωμένη το γιαουρτωμένο
      γενική του γιαουρτωμένου της γιαουρτωμένης του γιαουρτωμένου
    αιτιατική τον γιαουρτωμένο τη γιαουρτωμένη το γιαουρτωμένο
     κλητική γιαουρτωμένε γιαουρτωμένη γιαουρτωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γιαουρτωμένοι οι γιαουρτωμένες τα γιαουρτωμένα
      γενική των γιαουρτωμένων των γιαουρτωμένων των γιαουρτωμένων
    αιτιατική τους γιαουρτωμένους τις γιαουρτωμένες τα γιαουρτωμένα
     κλητική γιαουρτωμένοι γιαουρτωμένες γιαουρτωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

γιαουρτωμένος

  Μεταφράσεις επεξεργασία