γιαουρτώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ʝa.urˈto.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : για‐ουρ‐τώ‐νω
Ρήμα
επεξεργασίαγιαουρτώνω (παθητική φωνή: γιαουρτώνομαι)
- εκσφενδονίζω γιαούρτι εναντίον κάποιου με σκοπό να τον μειώσω ηθικά, να τον προσβάλω
- ⮡ Το γιαούρτωμα ως αντίδραση. Το φαινόμενο να γιαουρτώνονται άτομα ξεκίνησε από νεαρά άτομα, τα οποία κατάγονταν από πλούσιες οικογένειες. Οι πρώτοι πυρήνες των νέων που γιαούρτωναν εμφανίστηκαν στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1950 στην Αθήνα, σε περιοχές όπως η Κυψέλη, το Θησείο και το Μεταξουργείο. (*)
Συγγενικά
επεξεργασία- γιαούρτωμα
- γιαουρτωμένος
- → δείτε τη λέξη γιαούρτι
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | γιαουρτώνω | γιαούρτωνα | θα γιαουρτώνω | να γιαουρτώνω | γιαουρτώνοντας | |
β' ενικ. | γιαουρτώνεις | γιαούρτωνες | θα γιαουρτώνεις | να γιαουρτώνεις | γιαούρτωνε | |
γ' ενικ. | γιαουρτώνει | γιαούρτωνε | θα γιαουρτώνει | να γιαουρτώνει | ||
α' πληθ. | γιαουρτώνουμε | γιαουρτώναμε | θα γιαουρτώνουμε | να γιαουρτώνουμε | ||
β' πληθ. | γιαουρτώνετε | γιαουρτώνατε | θα γιαουρτώνετε | να γιαουρτώνετε | γιαουρτώνετε | |
γ' πληθ. | γιαουρτώνουν(ε) | γιαούρτωναν γιαουρτώναν(ε) |
θα γιαουρτώνουν(ε) | να γιαουρτώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | γιαούρτωσα | θα γιαουρτώσω | να γιαουρτώσω | γιαουρτώσει | ||
β' ενικ. | γιαούρτωσες | θα γιαουρτώσεις | να γιαουρτώσεις | γιαούρτωσε | ||
γ' ενικ. | γιαούρτωσε | θα γιαουρτώσει | να γιαουρτώσει | |||
α' πληθ. | γιαουρτώσαμε | θα γιαουρτώσουμε | να γιαουρτώσουμε | |||
β' πληθ. | γιαουρτώσατε | θα γιαουρτώσετε | να γιαουρτώσετε | γιαουρτώστε | ||
γ' πληθ. | γιαούρτωσαν γιαουρτώσαν(ε) |
θα γιαουρτώσουν(ε) | να γιαουρτώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω γιαουρτώσει | είχα γιαουρτώσει | θα έχω γιαουρτώσει | να έχω γιαουρτώσει | ||
β' ενικ. | έχεις γιαουρτώσει | είχες γιαουρτώσει | θα έχεις γιαουρτώσει | να έχεις γιαουρτώσει | ||
γ' ενικ. | έχει γιαουρτώσει | είχε γιαουρτώσει | θα έχει γιαουρτώσει | να έχει γιαουρτώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε γιαουρτώσει | είχαμε γιαουρτώσει | θα έχουμε γιαουρτώσει | να έχουμε γιαουρτώσει | ||
β' πληθ. | έχετε γιαουρτώσει | είχατε γιαουρτώσει | θα έχετε γιαουρτώσει | να έχετε γιαουρτώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν γιαουρτώσει | είχαν γιαουρτώσει | θα έχουν γιαουρτώσει | να έχουν γιαουρτώσει |
|