σαντιγί
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σαντιγί θηλυκό άκλιτο
- γλυκιά αφράτη κρέμα από κρέμα γάλακτος και ζάχαρη που διακοσμεί διάφορα γλυκίσματα
Άλλες γραφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σαντιγί