σαντιγί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σαντιγί < γαλλική chantilly / crème chantilly < Chantilly
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /san.diˈʝi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σα‐ντι‐γί
Ουσιαστικό
επεξεργασίασαντιγί θηλυκό άκλιτο
- (γαστρονομία) γλυκιά αφράτη κρέμα από κρέμα γάλακτος και ζάχαρη που διακοσμεί διάφορα γλυκίσματα
Άλλες γραφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σαντιγί