Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γιαούρτωμα τα γιαουρτώματα
      γενική του γιαουρτώματος των γιαουρτωμάτων
    αιτιατική το γιαούρτωμα τα γιαουρτώματα
     κλητική γιαούρτωμα γιαουρτώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γιαούρτωμα < γιαουρτώνω + -μα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ʝaˈur.to.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: για‐ούρ‐τω‐μα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γιαούρτωμα ουδέτερο

  Πηγές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία