↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γητεμένος η γητεμένη το γητεμένο
      γενική του γητεμένου της γητεμένης του γητεμένου
    αιτιατική τον γητεμένο τη γητεμένη το γητεμένο
     κλητική γητεμένε γητεμένη γητεμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γητεμένοι οι γητεμένες τα γητεμένα
      γενική των γητεμένων των γητεμένων των γητεμένων
    αιτιατική τους γητεμένους τις γητεμένες τα γητεμένα
     κλητική γητεμένοι γητεμένες γητεμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γητεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου γητεύω

γητεμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία