Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γηπεδοποίηση οι γηπεδοποιήσεις
      γενική της γηπεδοποίησης* των γηπεδοποιήσεων
    αιτιατική τη γηπεδοποίηση τις γηπεδοποιήσεις
     κλητική γηπεδοποίηση γηπεδοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, γηπεδοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γηπεδοποίηση < γηπεδοποιώ + -ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γηπεδοποίηση θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία