γηπεδοποιώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
γηπεδοποιώ (παθητική φωνή: γηπεδοποιούμαι)
- (σπάνιο) (νεολογισμός) μετατρέπω μια έκταση σε γήπεδο
- (σπάνιο) (νεολογισμός) επεκτείνω τα αρνητικά επιφαινόμενα των γηπέδων ή του αθλητισμού (χουλιγκανισμός, βία, οπαδοποίηση κ.λπ.) σε άλλους χώρους, π.χ. στην πολιτική
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
γηπεδοποιώ
|