γερμανόφιλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
γερμανόφιλος, -η, -ο
- που τρέφει φιλικά αισθήματα και θαυμασμό για τη Γερμανία, το λαό της και τον πολιτισμό της ή υποστηρίζει τη γερμανική πολιτική και τα γερμανικά συμφέροντα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γερμανόφιλος