γελοιογραφία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γελοιογραφία < γελοιογράφος + -ία (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική caricature)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ʝe.li.o.ɣɾaˈfi.a/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγελοιογραφία θηλυκό
- σκίτσο που σατιρίζει την επικαιρότητα και δημοσιεύεται στον τύπο
- η κωμική ή γελοιογραφική εκδοχή ή αντίγραφο ενός πράγματος
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις γελοιογράφος, γελώ και γράφω
Μεταφράσεις
επεξεργασία γελοιογραφία