γελοιογράφος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαγελοιογράφος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) δημιουργός σκίτσων που σατιρίζουν την επικαιρότητα και δημοσιεύονται στον τύπο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία γελοιογράφος