Ετυμολογία

επεξεργασία
caricature < ιταλική caricatura

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.ʁi.ka.tyʁ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
caricature caricatures

caricature (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία