caricatural
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | caricatural | caricaturaux |
θηλυκό | caricaturale | caricaturales |
Επίθετο επεξεργασία
caricatural (fr)
- γελοιογραφικός
- γραφικός (με την έννοια του γελοίου)
Ρουμανικά (ro) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
caricatural (ro)