γδικημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γδικημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου γδικιέμαι
Μετοχή
επεξεργασίαγδικημένος, -η, -ο
- (λαϊκότροπο) που τον έχουν εκδικηθεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία γδικημένος
→ δείτε τη λέξη εκδικημένος |