↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γδικημένος η γδικημένη το γδικημένο
      γενική του γδικημένου της γδικημένης του γδικημένου
    αιτιατική τον γδικημένο τη γδικημένη το γδικημένο
     κλητική γδικημένε γδικημένη γδικημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γδικημένοι οι γδικημένες τα γδικημένα
      γενική των γδικημένων των γδικημένων των γδικημένων
    αιτιατική τους γδικημένους τις γδικημένες τα γδικημένα
     κλητική γδικημένοι γδικημένες γδικημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γδικημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου γδικιέμαι

γδικημένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία