Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γατσιασμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
γατσιασμέν
ος
η
γατσιασμέν
η
το
γατσιασμέν
ο
γενική
του
γατσιασμέν
ου
της
γατσιασμέν
ης
του
γατσιασμέν
ου
αιτιατική
τον
γατσιασμέν
ο
τη
γατσιασμέν
η
το
γατσιασμέν
ο
κλητική
γατσιασμέν
ε
γατσιασμέν
η
γατσιασμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
γατσιασμέν
οι
οι
γατσιασμέν
ες
τα
γατσιασμέν
α
γενική
των
γατσιασμέν
ων
των
γατσιασμέν
ων
των
γατσιασμέν
ων
αιτιατική
τους
γατσιασμέν
ους
τις
γατσιασμέν
ες
τα
γατσιασμέν
α
κλητική
γατσιασμέν
οι
γατσιασμέν
ες
γατσιασμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
γατσιασμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
γατσιάζω
Μετοχή
επεξεργασία
γατσιασμένος, -η, -ο
που έχει
γατσιάσει
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γατσιασμένος