Ετυμολογία

επεξεργασία

γατσιάζω, αόρ.: γάτσιασα, μτχ.π.π.: γατσιασμένος (χωρίς παθητική φωνή)

  1. (αμετάβατο) (ιδιωματικό) άλλη μορφή του κατσιάζω
  2. (αμετάβατο) ανατριχιάζω
     συνώνυμα: αναριτσιάζω
  3. (μεταβατικό) (παρωχημένο) ανασηκώνω τις τρίχες υφάσματος με κίνηση του χεριού μου στην επιφάνειά του (ιδίως βελούδου)

Παράγωγα

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία