κατσιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίακατσιάζω
- (για γάτα) γίνομαι αδύναμος και χάνω το τρίχωμά μου
- (μεταβατικό) κάνω κάτι να μαραθεί
- (αμετάβατο) μαραζώνω
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κατσιάζω | κάτσιαζα | θα κατσιάζω | να κατσιάζω | κατσιάζοντας | |
β' ενικ. | κατσιάζεις | κάτσιαζες | θα κατσιάζεις | να κατσιάζεις | κάτσιαζε | |
γ' ενικ. | κατσιάζει | κάτσιαζε | θα κατσιάζει | να κατσιάζει | ||
α' πληθ. | κατσιάζουμε | κατσιάζαμε | θα κατσιάζουμε | να κατσιάζουμε | ||
β' πληθ. | κατσιάζετε | κατσιάζατε | θα κατσιάζετε | να κατσιάζετε | κατσιάζετε | |
γ' πληθ. | κατσιάζουν(ε) | κάτσιαζαν κατσιάζαν(ε) |
θα κατσιάζουν(ε) | να κατσιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κάτσιασα | θα κατσιάσω | να κατσιάσω | κατσιάσει | ||
β' ενικ. | κάτσιασες | θα κατσιάσεις | να κατσιάσεις | κάτσιασε | ||
γ' ενικ. | κάτσιασε | θα κατσιάσει | να κατσιάσει | |||
α' πληθ. | κατσιάσαμε | θα κατσιάσουμε | να κατσιάσουμε | |||
β' πληθ. | κατσιάσατε | θα κατσιάσετε | να κατσιάσετε | κατσιάστε | ||
γ' πληθ. | κάτσιασαν κατσιάσαν(ε) |
θα κατσιάσουν(ε) | να κατσιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κατσιάσει | είχα κατσιάσει | θα έχω κατσιάσει | να έχω κατσιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις κατσιάσει | είχες κατσιάσει | θα έχεις κατσιάσει | να έχεις κατσιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει κατσιάσει | είχε κατσιάσει | θα έχει κατσιάσει | να έχει κατσιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κατσιάσει | είχαμε κατσιάσει | θα έχουμε κατσιάσει | να έχουμε κατσιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε κατσιάσει | είχατε κατσιάσει | θα έχετε κατσιάσει | να έχετε κατσιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κατσιάσει | είχαν κατσιάσει | θα έχουν κατσιάσει | να έχουν κατσιάσει |
|