Ετυμολογία

επεξεργασία
κατσιάζω < κατσί + -άζω

κατσιάζω

  1. (για γάτα) γίνομαι αδύναμος και χάνω το τρίχωμά μου
  2. (μεταβατικό) κάνω κάτι να μαραθεί
  3. (αμετάβατο) μαραζώνω

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία