γαντζωτός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γαντζωτός < γαντζώνω
Επίθετο επεξεργασία
γαντζωτός
- που είναι πιασμένος ή που μπορεί να πιαστεί (έτσι όπως είναι κατασκευασμένος) με γάντζο
Μεταφράσεις επεξεργασία
γαντζωτός
|
γαντζωτός
|