↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γαμψώνυχος η γαμψώνυχη το γαμψώνυχο
      γενική του γαμψώνυχου της γαμψώνυχης του γαμψώνυχου
    αιτιατική τον γαμψώνυχο τη γαμψώνυχη το γαμψώνυχο
     κλητική γαμψώνυχε γαμψώνυχη γαμψώνυχο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γαμψώνυχοι οι γαμψώνυχες τα γαμψώνυχα
      γενική των γαμψώνυχων των γαμψώνυχων των γαμψώνυχων
    αιτιατική τους γαμψώνυχους τις γαμψώνυχες τα γαμψώνυχα
     κλητική γαμψώνυχοι γαμψώνυχες γαμψώνυχα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γαμψώνυχος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γαμψώνυχος < γαμψός + ὄνυξ

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɣamˈpso.ni.xos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γαμ‐ψό‐νυ‐χος

  Επίθετο

επεξεργασία

γαμψώνυχος, -η, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ γαμψώνυχος τὸ γαμψώνυχον οἱ, αἱ γαμψώνυχοι τὰ γαμψώνυχα
Γενική τοῦ, τῆς γαμψωνύχου τοῦ γαμψωνύχου τῶν γαμψωνύχων τῶν γαμψωνύχων
Δοτική τῷ, τῇ γαμψωνύχῳ τῷ γαμψωνύχῳ τοῖς, ταῖς γαμψωνύχοις τοῖς γαμψωνύχοις
Αιτιατική τὸν, τὴν γαμψώνυχον τὸ γαμψώνυχον τοὺς, τὰς γαμψωνύχους τὰ γαμψώνυχα
Κλητική γαμψώνυχε γαμψώνυχον γαμψώνυχοι γαμψώνυχα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική γαμψωνύχω
Γενική-Δοτική γαμψωνύχοιν

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γαμψώνυχος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γαμψώνυχος < γαμψός + ὄνυξ ὀνυχ- + -ος με ωμέγα (συνθετική έκταση)

  Επίθετο

επεξεργασία

γαμψώνυχος, -ος, -ον

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία