γαλαξιακός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γαλαξιακός < γαλαξί(ας) + -ακός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɣa.la.ksi.aˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γα‐λα‐ξι‐α‐κός
Επίθετο επεξεργασία
γαλαξιακός
- που έχει σχέση με γαλαξίες ή που προέρχεται από αυτούς
- ↪ οι επιστήμονες μελετάνε τα απομεινάρια αυτής της γαλαξιακής σύγκρουσης